πήγματα

πήγματα
πή̱γματα , πῆγμα
anything fastened
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • PAGINAE Valvarum — apud Plin. l. 16. c. 42. Firmissima ad tectum abies, eadem valvarum paginis, et ad quacumque libeat intestina opera, firmissima, sive Graecô, sive Campanae fabricae artis genere spectabilis, ramentorum crinibus pampinatô semper orbe se volvens,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PENDICE Cedri (a) — a PENDICE Cedri inter officia Domus Augustae. Est autem pendix, Graece τὸ πῆγμα, quod et pendigo, unde pendigines statuarum Arnobio, τὰ πήγματα, et appendix, παράπηγμα. Quidquid igitur arculatum, aut aliarum rerum e cedro compactum erat, huius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • τυροειδοποίηση — η, Ν ιατρ. πήξη και νέκρωση φυματιώδους εξιδρώματος με σχηματισμό υποκίτρινων εύθρυπτων μαζών που θυμίζουν πήγματα τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. γαλλ. caseification] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”